- θωμαϊστής
- ὁ (Μ θωμαϊστής)στον πληθ. οι θωμαϊστέςτα μέλη των χριστιανικών εκκλησιών τής νότιας Ινδίας, τις οποίες ίδρυσε, σύμφωνα με την παράδοση, ο απόστολος Θωμάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θωμάς κατά τα σοσιαλ-ιστής, σοφ-ιστής].
Dictionary of Greek. 2013.